στραμπουλάω

στραμπουλάω
στραμπουλάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε ), στραμπούληξα, στραμπουληγμένος βλ. πίν. 66
——————
Σημειώσεις:
στραμπουλάω : ο τύπος στραμπουλίζω που αναφέρεται σε ορισμένα λεξικά και στη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 354) δε χρησιμοποιείται στην κοινή νεοελληνική.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”